- γυνέριο
- (gynerium).Κοινή ονομασία φυτών με την οποία είναι γνωστά τα είδη των γενών γ. και κορταδερία. Είναι φυτά πολυετή, καλαμοειδή της οικογένειας των αγρωστωδών. Στο γένος κορταδερία ανήκουν έξι είδη, από τα οποία κυριότερο είναι η κορταδερία η αργυρά,ιθαγενές της voτιοαμερικανικής πάμπα. Το γ. έχει πολλά στενά και μακριά φύλλα που πέφτουν προς τα κάτω και άνθη κατά πτερόμορφες φόβες, που εμφανίζονται τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, στις άκρες ανθοφόρων στελεχών ύψους 1,50-2 μ. Ευδοκιμεί σε όλα τα εδάφη, ξηρά και αμμώδη, καθώς και στις παραθαλάσσιες τοποθεσίες. Πολλαπλασιάζεται με διαχωρισμό της τούφας νωρίς την άνοιξη. Εκτιμάται για τις κομψές αργυρόχροες ή ρόδινες ανθοταξίες του. Τα άνθη του, όταν ξεραθούν, σχηματίζουν ωραία αποξηραμένα μπουκέτα. Το γένος γ. έχει ένα μόνο είδος, το γ. το σακχαροειδές, ιθαγενές της τροπικής Αμερικής. Έχει σπαθόμορφα, πλατιά φύλλα και κάλαμο που φτάνει τα 1-2 μ. Καλλιεργείται ως διακοσμητικό φυτό για τις ωραίες φουντωτές ταξιανθίες του και ευδοκιμεί κυρίως σε θερμές υπήνεμες θέσεις.
Το γυνέριο καλλιεργείται στους κήπους ως καλλωπιστικό για τις κομψές ρόδινες ταξιανθίες του.
Dictionary of Greek. 2013.